- γείτον'
- γείτονα , γείτωνneighbourmasc/fem acc sgγείτονι , γείτωνneighbourmasc/fem dat sgγείτονε , γείτωνneighbourmasc/fem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεῖτον — γείτων neighbour masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… … Wikipedia
BALNEATOR — qui balneum succendit ac calefacit, Lampridio in Commodo, c. 1. Quum tepidius forte lotus esset, balneatorem in fornacem conici iussit: quando a paedagogo, cui hoc iussum fuerat, vervecina pellis in fornace consumpta est, ut fidem poenae de… … Hofmann J. Lexicon universale
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek
ηγεμόνισσα — ἡγεμόνισσα, ἡ (Α) (θηλ. τού ηγεμόνας) αυτή που κυβερνά, κυβερνήτρια («ἡ τοῡ θεοῡ σοφία... ἡγεμόνισσα», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, όνος + κατάλ. θηλ. ισσα (πρβλ. γειτόν ισσα, δαιμόν ισσα] … Dictionary of Greek
κατοίκισσα — η η συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοικος και κατάλ. ισσα, (πρβλ. αρχόντ ισσα, γειτόν ισσα)] … Dictionary of Greek
κληρονόμισσα — κληρονόμισσα, ἡ (Μ) η κληρονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρονόμος + κατάλ. ισσα (πρβλ. γειτόν ισσα, φόν ισσα)] … Dictionary of Greek